Κενταύρειος

Κενταύρειος
Κενταύρειος
of Centaurs
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κενταύρειος — κενταύρειος, εία, ον (Α) [κένταυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κενταύρους …   Dictionary of Greek

  • Κενταυρείων — Κενταύρειος of Centaurs fem gen pl Κενταύρειος of Centaurs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύρειον — Κενταύρειος of Centaurs masc acc sg Κενταύρειος of Centaurs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταυρείου — Κενταύρειος of Centaurs masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταυρείῳ — Κενταύρειος of Centaurs masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύρειοι — Κενταύρειος of Centaurs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταυρείας — Κενταυρείᾱς , Κενταύρειος of Centaurs fem acc pl Κενταυρείᾱς , Κενταύρειος of Centaurs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Κενταυρείαν — Κενταυρείᾱν , Κενταύρειος of Centaurs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”